- κοιτώνιον
- κοιτώνιον, τὸ (Α) [κοιτών]μικρό υπνοδωμάτιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιτώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνιάρχης — κοιτωνιάρχης, ὁ (Μ) θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτώνιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δαιμονι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek